-
1 αλλυδις
-
2 διασκεδαννυμι
(fut. διασκεδῶ, aor. διεσκέδασα)1) разбрасывать, раскидывать, рассеивать(ναυάγια Thuc.; ὅ ἄνεμος διασκεδάννυσίν τι Plat.; ἥ θερμότης διασκεδαννυμένη πρὸς τὸν ἄνω τόπον Arst.)
2) разгонять(ἄλλυδις ἄλλῃ Hom.; sc. πολεμίους Plut.)
3) распускать(στρατόν Her.)
4) разбивать, разрушать(σχεδίην Hom.)
5) уничтожать(γῆν καὴ νόμους Soph.)
См. также в других словарях:
άλλυδις — ἄλλυδις επίρρ. (Α) [ἄλλος] (επικός τύπος αντί ἄλλοσε) 1. σε άλλο μέρος, προς άλλο τόπο 2. στον Όμηρο μόνο με το ἄλλος, ἄλλη κ.λπ. στις φρ. «ἄλλυδις, ἄλλος», ο ένας εδώ κι ο άλλος εκεί «ἄλλυδις ἄλλῃ», μια έτσι και μια αλλιώς … Dictionary of Greek
άλλος — η, ο (ΑΜ ἄλλος, η, ον) (ως αντωνυμία ή επίθετο) 1. αυτός που διακρίνεται από κάποιον ή κάποιους, που ήδη έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί 2. (ενάρθρως) ο άλλος, οι άλλοι αυτός ή αυτοί που απομένουν, οι υπόλοιποι 3. διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλου… … Dictionary of Greek